ασυμμόρφωτος

ασυμμόρφωτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δε συμμορφώνεται, δεν προσαρμόζεται σε κάτι, αδιόρθωτος: Έχω πειστεί πως, όσα και να του πω, αυτός θα μείνει ασυμμόρφωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασυμμόρφωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συμμορφωθεί, ο αδιόρθωτος 2. (για χώρο, κατάστημα κ.λπ.) που δεν είναι δυνατόν να τακτοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμμορφώνω. Η λ. ασυμμόρφωτοι, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις …   Dictionary of Greek

  • απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”